Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Εθνικη Φρουρά

«Έρχεται» φώναξε ο στρατιώτης που βρισκόταν κοντά στην πύλη. Αμέσως όλοι μπήκαμε στην θέση μας ακίνητοι. «Παραταγμένοι και ακίνητοι σαν πυλώνες ενός αρχαίου ναού» όπως συνήθιζε να λέει ο λοχαγός . Πόσες φορές ήθελα να του φωνάξω ότι σαν καλάμια αν έλεγε θα ήταν καλύτερα. Δεκαοχτώ χρονών καλάμια που ακόμα δεν έχουν καλά-καλά σχηματιστεί αλλά η Εθνική Φρουρά τα έχει κλαδέψει και προσπαθεί μ'αυτά να στηρίξει την αμυντική της μηχανή.
Την τελευταία φορά που έκανε παρόμοια ξαφνική επιθεώρηση ο Μέραρχος είχαν λιποθυμήσει δυο στρατιώτες. «Άντε να σπάσουμε το ρεκόρ αυτή την φορά» ψιθύρισε ο Τάκης από την πίσω γραμμή
Kαλοκαιριάτικα! Ενώ έπρεπε να είμαστε όλοι γυμνοί σε μια παραλία, βρισκόμαστε στην άσφαλτο του στρατοπέδου κάτω άπ’τον καυτερό ήλιο σαν ντυμένα καβλιά να ιδρώνουμε, γιατί έτσι σύμφωνα με τον Μέραρχο θα δείξουμε πειθαρχημένο τάγμα και ετοιμοπόλεμο. Γαμώ τους ηλίθιους, γαμώ!
Μόλις φάνηκε ο Μέραρχος στο βάθος του στρατοπέδου, ευθύς ο λοχαγός μας είπε άγρια «αυτός που θα κινηθεί την έβαψε». Οι διαταγές ήταν ξεκάθαρες αυτός που θα κινηθεί θα τιμωρηθεί αυστηρά. Ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Ο μέραρχος άρχισε  να κατευθύνεται προς εμάς. «Απλά δεν θα κινηθώ» έλεγα του εαυτού μου «και όλα θα πάνε καλά». O Λοχαγός μας είχε προειδοποιήσει ότι όχι μονό δεν θα κινούμαστε μετά το παράγγελμα της προσοχής αλλά ούτε θα αναπνέουμε. 
Ο μέραρχος έφτασε στα τριάντα μέτρα κοντά στον λόχο μας, «προσοχή» έκραξε ο λοχαγός. Και τότε  όλοι κοκάλωσαν, κανείς μας δεν ανάπνεε πια.
Η δικιά μου ανάσα όμως, παρέμενε ανήσυχη. Ένιωθα να ζαλίζομαι, είχα ήδη γίνει μούσκεμα άπ’τον ιδρώτα. Κάθε πόρος του δέρματος μου μεταμορφώθηκε σε πηγή που ανάβλυζε αλμυρό νερό. Ρυάκια ιδρώτα ξεκινούσαν από το μέτωπο μου και διασχίζανε όλο το πρόσωπο. Ένα όμως λοξοδρόμησε, δεν ακολούθησε την πορεία των άλλων, δεν διέσχισε την μέσα μεριά του φρυδιού και από την κόγχη δεν κατευθύνθηκε προς την μύτη μου, αλλά λίμνασε στην κόγχη του ματιού μου και εισχώρησε στο μάτι. «Το κερασάκι στην τούρτα» σκέφτηκα. Ο ήλιος να μου τρυπάει το κρανίο και να καίει τα σώθηκα μου, ο ιδρώτας  να προκαλεί αναγούλα σε όλα τα μέρη του σώματος μου, το μάτι μου να τηγανίζεται σε ένα ξινό υγρό, και εγώ να μην μπορώ να κάνω τίποτα για να ανακουφιστώ. «Θα αντέξω» έλεγα στον εαυτό μου «Δεν θα κινηθώ για ακόμα λίγα λεπτά. Θα τελειώσει, που θα πάει».
Το μάτι μου ξεκίνησε και αυτό να εκρίνει  υγρό, ο ιδρώτας τώρα γινόταν ένα με τα δάκρυα του ματιού, το βλέμμα μου θόλωσε. Όλος ο κόσμος μου περιστρεφόταν γύρω από το έλος που έκανε  ο ιδρώτας στην κόγχη μου. «Να μπορούσα μόνο για μια στιγμή να λυτρωθώ άπ’αυτο το μαρτύριο, να χώσω το δάχτυλο μου και να καθαρίσω την περιοχή από το ενοχλητικό υγρό».
Ο μέραρχος χάζεψε τον λόχο για λίγο με την συνοδεία του και προχώρησε στον επόμενο. Όλων τα βλέμματα στράφηκαν προς τα εκεί. Κανείς δεν έβλεπε.  «Δεν γαμιεται» σκέφτηκα. Αμέσως κούνησα το χέρι μου και απελευθέρωσα το μάτι μου από το πυρωμένο υγρό. Το ρυάκι ξεκίνησε ξανά να κατρακυλάει. Χαμογέλασα από ανακούφιση, λυτρώθηκα από το βασανιστήριο και δεν κινήθηκα.
Η συνοδεία με τους  στρατηγούς πέρασε από όλους τους λόχους και οδηγήθηκε προς τα γραφεία του στρατοπέδου. Ο λοχαγός χαιρέτησε τον μέραρχο και έμεινε και αυτός ακίνητος να βλέπει τον μέραρχο και την συνοδεία που απομακρύνονταν.
«Ελεύθεροι» μας φώναξε ο λοχαγός μετά από λίγο και όλοι ξεκίνησαν να αναπνέουν πάλι. Πριν προλάβω  όμως να συνειδητοποιήσω ότι ήμουν ελεύθερος να κινηθώ και να ξυστώ όπως γουστάρω, άκουσα τη φωνή του επιλοχία να ηχεί σαρδόνια από πίσω μου.
«Δημητριάδη...  έχεις δύο μέρες κράτηση και αύριο να παρουσιαστείς στην αναφορά του λόχου.»
«Γιατί.»  διαμαρτυρήθηκα.
«Γιατί παράκουσες τις διαταγές των ανωτέρων σου και έβαλες
την πατρίδα σε κίνδυνο.»


"Πατρίδα είναι όπου μπορείς να κάτσεις πάνω στο καθίκι της τουαλέτας χωρίς κανένα ενδοιασμό"




Δεν υπάρχουν σχόλια: