Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Κύπρος, Ιστορία


1964

Μάζεψε τα εργαλεία του και τα φύλαξε, πήρε τον κάδο με τα φρούτα και ξεκίνησε μόνος για το σπίτι. Για χρόνια δούλευε μαζί με τον Χασάν που είχε ένα περιβόλι δίπλα από το δικό του κομμάτι γης και για χρόνια μαζί έφευγαν από τον κάμπο για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.. 
Με τις ταραχές όμως που ξέσπασαν μεταξύ των δύο κοινοτήτων, εδώ και λίγο καιρό, ο Χασάν ερχόταν όλο και πιο σπάνια.«Φοβόμαστε όλοι εδώ Γιωρκή,» έλεγε και ξανάλεγε, «θα πάρω τα κορίτσια μου και θα φύγω, φοβάμαι ότι θα τις πειράξουνοι Χριστιανοί».                                              

Τελικά ίσως και να έφυγε χωρίς άλλη προειδοποίηση. Στο χωριό έλεγαν πως τους είδαν στην πόλη μαζί με άλλους Τούρκους.«Ήταν καλή η παρέα του» καθώς έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι ολομόναχος.
Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το περιβόλι του και άκουσε φωνές πάνω στον λόφο που βρισκοταν μπροστά από την γη του.

Προχώρησε προς το μέρος που ερχόταν ο θόρυβος και είδε από μακρυά τρεις άντρες να χτυπάνε ενα σακί, να βρίζουν και να φωνάζουν. Ητανε νεαροί άντρες μεταξύ 20 και 30 χρονών. Ο ένας κρατούσε το σακί και οι άλλοι δύο το κλωτσούσαν. Κρατούσαν και μαγκούρες άμα κουράζονταν χτυπούσαν και μ’αυτές. «Τι χτυπάνε;» διερωτήθηκε ο κυρ Γιώργης  βλέποντας από μακρυά. «Ζωντάνο θα’ ναι γιατι κινείται το σακι» είπε χαμηλόφωνα.
Πλησιάζοντας κι’αλλο πρόσεξε ότι το ζωντανό στο σακί ήταν μεγαλόσωμο. Άκουσε κραυγές και βογγητά που ακολουθούσαν κάθε χτυπήματος. Του φάνηκαν ανθρώπινα. Συγκεντρώθηκε για να ακούσει καλυτερα και τοτε μέσα από τις κραυγές πόνου ξεχώρησε ανθρώπινες λέξεις.  Διέκρινε με τα δυσκολίας τη λέξη «Βοήθεια». Ένα πνιγμένο αιματηρό «βοήθεια» ακουγόταν μέσα από την σακούλα.Επιτάχυνε το βήμα του, και φώναξε,  «Τι κάνετε εκεί ρε γαιδούρια;»

 Οι τρεις άντρες σταμάτησαν απότομα. Γύρισαν και έιδαν τον κυρ Γιώργη να κινείται προς το μέρος τους. Το σακί έπεσε κάτω, και ξεπρόβαλε ένα παιδί που σπαρταρούσε στο πάτωμα με αναφιλητά. Ο μεγαλύτερος από τους τρεις άντρες φώναξε άγρια «Είναι τούρκος χαφιές, μην ανακατεύεσαι.»

Ο γέρος όμως συννέχισε να ανακατεύεται και κατευθύνθηκε κατα πάνω τους, κρατώντας την μαγκούρα του ψηλά έτοιμος να τους χτυπήσει. «Ρε αλήτες  χτυπάτε ένα παιδί και μου λέτε να μην ανακατεύομαι.»
«Γέρο φύγε γιατί θα έχεις και εσύ μπελάδες, όποιος υποστηρίζει τους Τούρκους είναι εχθρός της οργάνωσης», φώναξε ακόμα πιο άγρια ένας απο τους τρεις.
 Ο κυρ Γιώργης όμως έφτασε κοντά τους λαχανιασμένος, κρατώντας την μαγκούρα του περισσότερο σαν λάβαρο παρά σαν όπλο μπήκε ανάμεσα τους. Ο μεγαλύτερος από τους τρεις σήκωσε το ρόπαλο του και του το έφερε στο κεφάλι. Ο γέρος έπεσε λιπόθυμος στο χώμα.                

Ο άντρας που τον χτύπησε του είπε ουρλιάζοντας. «Άμα θέλω μπορώ να σε σκοτώσω εδώ και τώρα. Κολώγερο! Τουρκόσπορε! Κοιτα να μην χώνεις την μύτη σου σε ξένες υποθέσεις.» Γύρισε προς το παιδί, του έδωσε μια κλωτσιά, πήρε το όπλο του και διέταξε τους  άλλους δύο να τον ακολουθήσουν. Οι δύο άντρες τον μιμήθηκαν, κλώτσησαν το σακί πήραν τα όπλα τους και απομακρύνθηκαν.
Ο κυρ Γιώργης δεν σάλεψε, μόνο το παιδί ξεπροβαλε δειλά από το σακί. Κοίταξε γύρω του, δεν είδε κανένα εκτός από τον γέρο.
Βγήκε αργά, βογγώντας, πλησίασε μπουσουλώντας  τον γέρο που προσπάθησε να τον βοηθήσει. Ο κυρ Γιώργης όμως έμεινε ασάλευτος. Πλησίασε  περισσότερο το παιδί και είδε το κεφάλι του Κυρ Γιώργη σε μια λίμνούλα από αίματα. Το παιδί έβαλε το χέρι του στην λιμνούλα, γεύτηκε το αίμα, σηκώθηκε και ακολούθησε το μονοπάτι από όπου έφυγαν οι τρεις άντρες.



1974

Ποιοι είναι οι Τουρκοκύπριοι φώναξε ο τούρκος λοχίας. 
Ο Σουλειμάνις σηκώσε το χέρι περήφανα γιατί ήξερε καλά ότι ήταν ο μόνος Τουρκοκύπριος στον λόχο. 
«Έλα μαζί μου,» τον διέταξε ο λοχίας. Μαζί με τον Σουλειμάνι διέταξε να τον ακολουθήσουν και δύο Τούρκοι στρατιώτες, αρκετά μεγαλόσωμοι, με άγρια χαρακτηριστικά. 
Ο λοχίας τους πήρε όλους στη σκηνή του. Τους έδωσε από ένα μαχαίρι των καταδρομέων και τους είπε ότι θα συμμετείχαν σε μια μυστική αποστολή.

«Θέλω να μην δειλιάσετε και να τα χρησιμοποιήσετε» είπε δίνοντας τους τα μαχαίρια. «Έχουμε πληροφορίες ότι υπάρχουν κατάσκοποι κρυμμένοι σε σπίτια στα γύρω χωριά, η αποστολή μας είναι να μπουμε σε δύο από αυτά,  να βρούμε τους κατασκόπους και να τιμωρήσουμε αυτούς που τους έκρυψαν».
Ο Σουλειμάν ήξερε ότι η τιμωρία στον πόλεμο σήμαινε αιματοκύλισμα. Φοβόταν, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Ο Λοχίας όμως σαν ανθρώπινο λαγωνικό λες και μυρίστηκε τον φόβο του. «Εσύ», έκανε και τον έδειξε, «Εσύ θα πας πρώτος.»
«Εντάξει» απάντησε αμέσως ο Σουλειμάνις με μια ψεύτικη σιγουριά που πρόδιδε την ανησύχία του.

Στο δρόμο δεν μιλούσε κανείς, ο Σουλειμάν φοβόταν για αυτό που έμελε να συμβεί. Ήξερε ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν απαραίτητοι γιατί μιλούσαν και ελληνικά, γι’αυτό και ήλπιζε ότι η αποστολή θα ήταν περισσότερο μια επιχείρηση συνεννόησης παρά θανατηφόρα σύρραξη. Aφού περπάτησαν καμια-μισή ώρα, έφτασαν στο χωριό «των κατασκόπων», ο λοχίας τους έκανε νόημα να μην κάνουν θόρυβο.
Πέρασαν απο κάποια στενα δρομάκια. Το χωριό φαινόταν έρημο.

Ο λοχίας κοντοστάθηκε έξω από μια πόρτα και τους έκανε νόημα ότι με το τρία θα την έσπαγε για να εισβάλουν μέσα. Μέτρησε μέχρι το τρία και απο έκει έγιναν όλα, τόσο τρομακτικά γρήγορα που ακόμα μέχρι σήμερα απορεί αν πράγματι τα έζησε όλα αυτά.  Μπήκαν μέσα, ακολουθώντας τον λοχία. Έσπασαν άλλη μία πόρτα και μετα άλλη μία.. το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό που έβγαινε από το φακό του λοχία. Όλα ήταν μάυρα, όλα ηταν θολά, εκτός απο τα σημεία που φώτιζε ο φακός. Όλα μουντά και άψυχα μέχρι που ο φακός έδειξε δυο μάτια και μετά άλλα δύο.. Δυο ζευγάρια μάτια τους έβλεπαν κατατρομαγμένα.

Το φως του φακού αποκαλυψε δύο γυναικες η μια στην αγκαλια της άλλης να τρέμουν σύγκορμες. Η μία πρέπει να ήταν κάπου στα είκοσι και η άλλη γύρω στα σαραντα. Ίσως να ήταν μάνα και κόρη.

 Οι δύο τούρκοι στρατιώτες όρμησαν κατα πάνω τους, άρπαξε ο καθένας απο μίαν και άρχισαν να τις χτυπούν. Ο Σουλειμάν σάστισε δεν ήξερε τι να κάνει.. Ο λοχίας του έιπε να κρατήσει την κόρη. Και τότε οι δύο Τουρκοι στρατιώτες άρπαξαν την Μάνα.
Ο λοχίας, πλησίασε την κόρη που πάλευε να ξεφύγει του Σουλειμάν. Την χαστόυκισε άγρια και της έσκισε τα ρούχα.  Φώναξε στον Σουλειμάνι να την πιέσει κι άλλο. Κατέβασε το παντελόνι του. Η κόρη πάγωσε. Έβγαλε το μαχαίρι και της χαίδεψε το πρόσωπο με την αιχμηρή λεπίδα. Το κάρφωσε δίπλα της, της άνοιξε τα πόδια και μπήκε μέσα της. Με άγριες κινήσεις πίσω μπρος την έκανε να σφαγιάζει. Το δωμάτιο γέμισε απο κραυγες πόνου που μπερδεύονταν με κραυγές ηδονής. Αναφιλητά που επισκιάζονταν από βρισιές, σαν μουσική υπόκρουση αρχαίας τραγωδίας.

 Ο Σουλειμάνις κοίταξε τους άλλους δύο στρατιώτες, ήταν και οι δύο γυμνοί γύρω απο την μάνα σχηματίζοντας ένα ανθρωπόμορφο  κουβάρι από χέρια και πόδια. Ο λοχίας τελείωσε, σηκώθηκε και είπε στον Σουλειμάν να συνεχίσει στην θέση του.
Αυτός χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μεταξύ των ποδιών του κοριτσιού και έκανε μηχανικά την κίνηση που ήξερε πως έπρεπε να κάνει, μπρος-πίσω. Το κορίτσι σχεδόν δεν ανάπνεε και αυτός σχεδόν δεν έβλεπε. Συνέχισε για λίγο ακόμη μπρός-πίσω με δύναμη.
Κοίταξε τον λοχία που ήταν απο πάνω του, ζητώντας οδηγίες για την συνέχεια. Ο λοχίας του έδωσε το μαχαίρι. Αποτέλειωσ’την του έιπε. Ο Σουλειμάνις πήρε το μαχαίρι. Το κορίτσι βλέποντας ξανά το μαχαίρι σαν από νεκρό αναστήθηκε και λες και ξύπνησε από λιθαργο με εφιάλτη αρχισε να σπαράζει. Ο Σουλειμάνις της κάρφωσε το μαχαίρι στο στήθος τρεις φορές απανωτά και τότε μια στριγκλιά βγαλμένη απο την κόλαση του τρύπησε τα αυτιά..

.......................

 Υπήρξατε μπροστά σε κάποιο αποτρόπαιο περιστατικό;» επανέλαβε ο δημοσιογράφος.  «Κύριε Σουλείμάν! Μ’ακούτε!» άκουσε την φωνή του δημοσιογράφου να τον ξυπνάει, λές και έβλεπε ένα κακό όνειρο.»
« Με συγχωρείτε», είπε σαστισμένος, «με συγχωρείτε..αλλά..»                                                                     
«Έχετε να μας περιγράψετε κάποιο έγγκλημα πολέμου;» επέμεινε ο δημοσιογράφος.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο με βουρκωμένα μάτια και είπε: «Όχι, δεν έχω κάποια ιστορία να διηγηθώ.  Το μόνο που έχω να πω είναι πως ο πόλεμος παιδί μου είναι πολύ κακό πράμα.. Ο πόλεμος κατεστρέφει τους ανθρώπους. Αυτό έκανε και σ’εμένα.»