Οι άνθρωποι της γειτονιάς μου κρατάνε όλοι μια φθαρμένη βαλίτσα και μέσα της κρύβουν όλες τις ανασφάλειες τους. Η βαλίτσα αυτή που δεν αποχωρίζονται ποτέ μα ούτε και τους περνά απ'το μυαλό τους να την ανοίξουν, πρέπει να μέινει κλειστή με κάθε τρόπο. Την κρύβουν να μην την δουν οι άλλοι, κάνουν και οι ίδιοι πως δεν την βλέπουν, κάνουν λες και δεν την κουβαλούν συνέχεια μαζί τους, λες και δεν υπάρχει.
Στο χωριό όμως του πάνω κόσμου, κανένας δεν έκρυβε ποτέ την βαλίτσα του, αλλα όλοι τις είχαν ανοιχτές μπροστά τους όπως τους πλανοδιοπώληδες που πουλάνε φυστίκια.
Ήταν τόσο άνετοι οι κάτοικοι αυτού του χωριού που σου προσέφεραν τις ανασφάλειες τους και τους φόβους τους όπως τα πασατέμπο για να περνάς την ώρα σου.
"Εδώ το καλό φυστίκι!"
"Φυστίκια!"
"Φυστίκια Αιγίνης.."
"Εδώ η περίεργη συνήθεια!"
"Να η μεγαλύτερη μου φοβία!"
"Ζήτω η χειρότερη μου ανασφάλεια"
Ήταν τόσο άνετοι οι κάτοικοι αυτού του χωριού που σου προσέφεραν τις ανασφάλειες τους και τους φόβους τους όπως τα πασατέμπο για να περνάς την ώρα σου.
"Εδώ το καλό φυστίκι!"
"Φυστίκια!"
"Φυστίκια Αιγίνης.."
"Εδώ η περίεργη συνήθεια!"
"Να η μεγαλύτερη μου φοβία!"
"Ζήτω η χειρότερη μου ανασφάλεια"
Κάθε Κυριακή όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονταν στο δάσος δίπλα απ'το χωριό, σε ένα κρυφό ξέφωτο. Έκει κάθονταν όλοι γύρω από μια φωτιά και μοιράζονταν τις ανασφάλειες τους και τους φόβους τους.
Αντάλασσαν ανασφάλειες και φόβους όπως αντάλασσαν κάποτε οι παππούδες μας προϊόντα:
"Πάρε αυτά τα πορτοκάλια είναι απ'το περιβόλι μου"
"Έχεις τομάτες; Ορίστε τις έκοψα σήμερα από το κήπο μου."
"Μανιτάρια κανείς;".
Αντάλασσαν ανασφάλειες και φόβους όπως αντάλασσαν κάποτε οι παππούδες μας προϊόντα:
"Πάρε αυτά τα πορτοκάλια είναι απ'το περιβόλι μου"
"Έχεις τομάτες; Ορίστε τις έκοψα σήμερα από το κήπο μου."
"Μανιτάρια κανείς;".
Έτσι λοιπόν όπως τα προϊόντα, οι άνθρωποι στο χωριό του πάνω κόσμου αντάλαζαν τις ανασφάλειες τους και τους φόβους τους:
"Θέλει κανείς να νοιώσει πως είναι να φοβάσαι την μοναξιά;"
"Μου περισσεύει λίγη κλειστοφοβία αν ενδιαφέρεται κανείς."
"Μου δίνεις χαμηλή αυτοεκτίμηση για λίγο Ναρκισισμό;"
"Θέλει κανείς να νοιώσει πως είναι να φοβάσαι την μοναξιά;"
"Μου περισσεύει λίγη κλειστοφοβία αν ενδιαφέρεται κανείς."
"Μου δίνεις χαμηλή αυτοεκτίμηση για λίγο Ναρκισισμό;"
Κάπως έτσι μοιράζονταν τις ανασφάλειες τους και τους φόβους τους, και κάπως έτσι τελείωνε η σύναξη της Κυριακής στο δάσος του χωριού.. Οι ανασφάλειες άλλαζαν ιδιοκτήτες μέχι την επόμενη Κυριακή. Διανέμονταν όλες ίσα στους κατοίκους του χωριού και όλοι έφευγαν ευχαριστημένοι γιατί μοιράζονταν έτσι το βάρος της ανθρώπινης φύσης, δίνοντας ραντεβού για την επόμενη Κυριακή.