Μετά απο 18 ώρες πτήση και δύο μικρές στάσεις σε διαμετακομιστικά αεροδρόμια, έφτασα επιτέλους στο Μαλάουι. Μεθυσμένος απο κούραση καθώς ήμουνα, καθόμουνα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του θείου και έβλεπα το αφρικανικό τοπίο να ξεδιπλώνεται επιβλητικό μπροστά μου. Τα χρώματα ηταν φωτεινά και έντονα. Αφράτο κόκκινο χώμα, πλούσια πράσινη βλάστηση και βαθύ γαλάζιο ο ουρανός με ενυπωσιακές πινελιές άσπρου χρώματος. Ένοιωθα ότι απο το παράθυρο μου έβλεπα εικόνες βγαλμένες από ένα ντοκυμαντέρ του National Geographic για το Μαλάουι. Η Αφρική με υποδεχόταν με τον καλυτερο της τροπο, δείχνοντας μου ανεπιτηδευτα την ομορφιά της.
Άνθρωποι περπατούσαν κατα μήκος του δρόμου κουβαλώντας την πραμάτεια τους. Ποδήλατα προσπερνούσαν τους πεζούς, κουβαλώντας και αυτά ξύλα και τσουβάλια. Γυναίκες κρατούσαν τα παιδιά τους απ’το χερι ενώ άλλες τα είχαν δεμένα στην πλάτη τους. Πολλοί πεζοί κουβαλούσαν στο κεφάλι τους ενα κουβά ή μια κανάτα. (Τι συνήθειο και αυτό; Το επάνω μέρος του κεφαλιού να χρησιμοποιείται σαν χώρος όπου μπορείς να μεταφέρεις αντικέιμενα). Όλοι τους, κοιτούσαν τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν απο δίπλα τους, αυτοκίνητα που μόνο οι λευκοί και ελάχιστοι έγχρωμοι ήταν σε θέση να οδηγούν, αυτοί δηλαδή που ήταν οι προνομιούχοι σ’αυτή την χώρα. Σ’αυτούς ανήκε και η οικογένεια του θείου μου, Κύπριοι απόδημοι που ταξίδεψαν στην Αφρική την δεκαετία του 60, δούλεψαν εκει, έκαναν περιουσία και τώρα απολαμβάνουν τους καρπούς των κόπων τους, ανήκοντας στην κοινότητα των λευκών του Μαλάουι.
Εμπορικό Κεντρο του Blantyre
Το Μαλάουι, σε σύγκριση με τις άλλες αφρικανικές χώρες, είναι αρκετά φτωχό κράτος, μικρό σε έκταση και σε πληθυσμό. Έτσι ακόμα και οι πόλεις του διατηρούν μια γραφικότητα που δεν συναντάς στα αστικά κέντρα άλλων χωρών. Η πόλη Blantyre όπου δίεμενα παρόλο που είχε μισό εκατομύριο κατοίκους, δεν είχε καθόλου αστικό χαρακτήρα όπως έχουμε συνηθίσει τις πόλεις.
Θυμάμαι το εμπορικό κέντρο του Blantyre, ήταν μια ιδιαίτερη υπαίθρια αγορά, όπου το κάθε μαγαζί αποτελείτο από ένα σεντόνι ξαπλωμένο καταγής και την πραμάτεια του από πάνω.
Ένας χώρος διάσπαρτος απο σεντόνια που βρίσκονταν στο πάτωμα γεμάτα με ρούχα, με εξωτικά φρούτα, ξύλινα διακοσμητικά, εργαλεία και ψάθινα καλάθια. Μέσα σ’ όλα αυτά πηγαινοερχόταν εκατοντάδες κόσμος, περνούσαν ποδήλατα και έπαιζαν παιδιά τρεχοντας μέσα από τους διαδρόμους που δημιουργούσαν τα αυτοσχέδια καταστήματα.
Ένας οικογενειακός φίλος που ταξίδευε μαζί μας, βλέποντας την αγορά, αναφώνησε «Κατάντια! Κρίμα! Τι κρίμα να μεγαλώνεις σε τέτοιο τοπο».
«Εγω το βρίσκω και λίγο γοητευτικό» είπε ο θειος που είχε μεγαλώσει στην Αφρική απο Κύπριο πατέρα. «Μου φαίνεται μάλιστα πολύ πιο ανθρώπινη αυτή η αγορά παρά η Τσιμισκή στην Θεσσαλονίκη ή η Oxford street στο Λονδίνο.»
Ο φίλος απο την Ελλάδα δεν απάντησε.
Πόσο δύσκολο να δουμε την ομορφιά σε πράγματα που δεν τα έχουμε συνηθίσει σκέφτηκα.. Πράγματι αυτή η αγορά ηταν πολύ πιο ανθρώπινη απο κάθε άλλο εμπορικό κέντρο της Ευρώπης. Ήταν δίπλα στην φύση, έβγαζε μια πηγαία ανεμελιά και πουλούσε μόνο φυσικά προιόντα.
Λίμνη Μαλάουι
Το δεύτερο βράδυ τα ξαδέλφια μου, τρίτη γενιά κυπρίων στην Αφρική, με πήραν στη Λίμνη Μαλάουι. Η λίμνη Μαλάουι είναι η τρίτη μεγαλύτερη λίμνη στην Αφρικανική Ήπειρο και αποτελεί θέρετρο διακοπών και διασκέδασης για τους Λευκούς και μια πηγή επιβίωσης για τους Ιθαγενείς, αφού χρησιμοποιούν την λίμνη όχι μόνο για αλιεία αλλά και για τις βασικές τους ανάγκες.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ να πηγαίνουμε σε ένα μπαρ δίπλα από την λίμνη οπου σύχναζαν μόνο οι λευκοί και το οποίο βρισκόταν μέσα σε ένα χωριό έγχρωμων. Ένα ευρωπαϊκό μπαρ στην καρδιά ενός αφρικάνικου χωριού, τι οξύμορο.
Έξω από το μπαρ, σπίτια απο πλιθάρι και άχυρο, κότες μαντρωμένες δίπλα από τα σπίτια και παιδιά να τρεχουν πίσω από τα αυτοκίνητα των λευκών για να πάρουν κάτι, οτιδήποτε θα έκανε όρεξη, να τους πετάξει ο λευκός που περνούσε.
Από την άλλη, μέσα στο μπαρ, μπύρες απ’την Ευρώπη, μπιλιάρδο και βελάκια για να παίζουν οι θαμώνες και μια τεράστια τηλεόραση καρφωμένη στον τοίχο να προβάλει ποδοσφαιρικούς αγώνες. Τα μόνα ντόπια στοιχεία ηταν η αφρικανική διακόσμηση και το προσωπικό. Ακόμα και ο θόρυβος, ήταν ο γνώριμος θόρυβος ενός παρακμιακού μπαρ απο τις πόλεις της Δύσης. Η αληθινή Αφρική βρισκόταν ακριβώς έξω απο το μπαρ, οσο τίποτε άλλο αληθινή και γυμνή από κάθε τουριστικό φτιασίδωμα.
Το αξιοπερίεργο, ήταν οτι οι θαμώνες όχι μόνο δεν νοιάζονταν για το γεγονός οτι το μπαρ βρισκόταν μέσα στο χωριό,αλλά εκνευρίζονταν κιόλας απο την παρουσία των ιθαγενών γύρω από το μπαρ που τους ανάγκαζε να οδηγούν «σεμνά» για να έρθουν και να φύγουνν από το μπαρ. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα, οι άνθρωποι αυτοί, είχαν αποκτηνωθεί τόσο απο την φτώχεια που τους περιτριγύριζε, ώστε να μπορούν να καταναλώνουν σαν γουρούνια ενω κυριολεκτικά δίπλα τους κάποιοι συνανθρώποι τους να πέθαινουν απ’την πείνα!
Ελληνική Κοινότητα και οι Ιθαγενείς.
Το Μαλάουι παρόλο που είναι μία χώρα των έντεκα εκατομυρίων, η κοινότητα των λευκών ειναι πολύ μικρή σε αριθμό. Στους λίγους αυτούς λευκούς που η οικονομία της χώρας βρίσκεται στα χέρια τους, ανήκουν και οι λίγες οικογένειες των Ελλήνων, (που όπως όλοι οι λευκοί) έχουν πολυτελή αυτοκίνητα, βίλες, δορυφορικές, υπηρέτες και κηπουρούς. Από την άλλη, οι έγχρωμοι σε αυτή την άκρη της γης παρόλο που είναι απαραίτητοι ζούνε μέσα στην μιζέρια και την φτώχεια. Παρόλο που θεωρητικά η χώρα αυτή τους ανήκει (αφού είναι και οι ιθαγενείς) η μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν απολαμβάνει κανένα απο τα προνόμια των λευκών.
Αυτούς τους προβληματισμούς μου, όταν τους μετέφερα στον ορθόδοξο ιερέα της ελληνικής κοινότητας στο Μαλάουι πήρα έκπληκτος την εξής απάντηση:«Τα πράγματα δυστυχώς έτσι είναι.. Ελάχιστοι μαύροι μπορούν να ανεβούν κοινωνικά. Άμα προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε αυτό, μόνο κακό θα προξενήσουμε.»
Παίρνοντας αυτή την καθόλα «αφελή» απάντηση, επέμεινα «Εμένα μου φαίνεται ότι όλα είναι θέμα παιδείας και τίποτε παραπάνω. Αυτοί οι άνθρωποι σ’αυτή την γωνιά του κόσμου χρειάζονται την κατάλληλη κατάρτηση για να γίνουν σαν τους Λευκούς».
Τότε ο Ιερέας αφήνοντας ενα χαμόγελο να χαρακτεί στο πρόσωπο του, πρόσθεσε «Έτσι σκεφτόμουνα και εγώ όταν ξεκινούσα την ιεραποστολή. Αλλά, πίστεψε με αγαπητέ μου, ο μαύρος δεν είναι όπως φαίνεται. Αν μείνεις και άλλο εδώ θα καταλάβεις για τι πράμα μιλάω. Πως να στο πω; Του μαύρου του αρέσει η ζούγκλα δεν του αρέσει η πρόοδος.» Τοτε κατάλαβα οτι εγώ και ο Ιερέας μιλούσαμε διαφορετική γλώσσα και σταμάτησα την συζήτηση.
Φεύγοντας σκεφτόμουν ότι ακόμα και να ίσχυε η ακραία άποψη του ιερέα ότι ο έγχρωμος είναι διαφορετικός από τον λευκό, γιατί αμέσως αυτό το μεταφράζουμε σαν υπεροχή του λευκού απέναντι στον μαύρο, και όχι το αντίστροφο. Γιατί να μην θεωρούμε ότι ο λευκός αδυνατεί να αφουγκραστει την φύση σε σχέση με τον ιθαγενή της αφρικής που είναι απόλυτα εξοικειωμένος μαζί της. Μήπως δεν είναι και κάπως έτσι που ξεκίνησε και η χειρότερη αντίληψη των ανθρώπων για τους ίδιους και τους συνανθρώπους τους, όπως είναι ο ρατσισμός; Δεν ξεκίνησε από την παρεξήγηση της διαφοράς ως υπεροχής;
Αναρωτιέμαι πραγματικά ποιο βρωμερό μυαλό, μας έπεισε οτι η διαφορά μεταξύ λαών είναι η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου.
(δημοσιεύτηκε στο streetwise Λεμεσού)