« Όπως και να το κάνουμε είναι ο προαιώνιος μας εχθρός,» έλεγε και ξανάλεγε σε όλη την πτήση ο φίλος που ταξιδεύαμε μαζί. «Εισέβαλαν στην Kύπρο πριν καμια 30αρια χρόνια και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά δεν αναγνώριζουν κιόλας την Κυπριακή Δημοκρατία. «Ελπίζω», πρόσθετε «να μην έχεις κανένα σοβαρό προβλημα, εσύ, με το διαβατηριο σου που ειναι Κυπριακό».
Αυτές οι σκέψεις γυρόφερναν στο μυαλό μας, όταν φτάσαμε στον έλεγχο του αεροδρομίου της Κωσταντινούπολης και δώσαμε τα διαβατήρια μας. Αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη, ο Τούρκος αστυνομικός που τα έλεξε, μας χαμογέλασε εγκάρδια και μας είπε με ένα πρόσχαρο ύφος: «Καλωσορίσατε! Εύχομαι να έχετε μια όμορφη διαμονή!» Ξαφνιαστήκαμε! «Αυτό ήταν;» είπαμε γελώντας. Μας σφράγισε τα διαβατήρια και μας είπε περάστε. Έτσι εύκολα αυτοί οι Τούρκοι αφήνουν να περάσει ο εχθρός; Περάσαμε στο «αντίπαλο στρατόπεδο» έτσι απλά;
Το αξιοπερίεργο ήταν πως στην φίλη μας από τον Καναδά, της έκαναν πραγματικό έλεγχο. Την έβαλα να πληρώσει μια εγγύηση 60 ευρώ (κάτι σαν ασφάλεια για τους τουρίστες) και της έκαναν διάφορες ερωτήσεις όλο καχυποψία όπως: «τι σε φέρνει εδώ και γιατί επελεξες την Τουρκία για τις διακοπές σου». Εμείς πάλι, «οι εχθροί», περάσαμε από τον έλεγχο του αεροδρομίου και κανείς δεν είχε να μας πει οτιδήποτε; Δεν τους ένοιαζε πράγματι; Ή μας περίμεναν οι γκρίζοι λύκοι έξω από το αεροδρόμιο να μας λιντσάρουν;
Πλατεία Ταξίμ.
Η Κωσταντινούπολη όπως μου έλεγε ένας φίλος Τούρκος από το πανεπιστήμιο δεν είναι Τουρκία, η Κωσταντινούπολη είναι κάτι διαφορετικό. Πρώτα από όλα σε αντίθεση με την υπόλοιπη Τουρκία, είναι πολυπολιτισμική. Κάπου στα 15 εκατομύρια βρίσκονται σε αυτή την πόλη και πραγματικά όταν βρίσκεσαι εκεί νοιώθεις ότι είναι ένας χώρος όπου συμβαίνουν πράγματα που μόνο σε μεγαλουπόλεις μπορείς να συναντήσεις. Η πόλη είναι κτισμένη κυριολεκτικά σε δύο ηπείρους, στην Ευρώπη και στην Ασία, διατηρώντας το ευρωπαϊκό της τμήμα, που θεωρείται πιο μοντέρνο και το οποίο έχει όλα τα τουριστικά αξιοθέατα και το ασιατικό κομμάτι που είναι οι κακόφημες συνοικίες και οι φτωχογειτονιές.
Η Κωσταντινούπολη μ’αυτό τον πληθωρικό χαρακτήρα Ανατολής και Δυσης, Ευρώπης και Ασίας, Μαύρης Θάλασσας και Μεσογείου, σου δίνει την αίσθηση ότι είναι μια απ’τις σύγχρονες μητροπόλεις. Αυτή την αίσθηση μπορείς να την βιώσεις απλά και μόνο όταν περπατήσεις τον πεζόδρομο της πλατείας Ταξίμ, το πιο κεντρικό σημείο της πόλης που κυριολεκτικά σφιζει από κόσμο, και χρειάζεται χωρίς υπερβολή να κάνεις μανούβρες για να τον διασχίσεις. Στον πεζόδρομο της Ταξίμ μπορείς να νοιώσεις την Ανατολή με τις γεύσεις και τις μυρωδιές της. Εστιατόρια, μπαράκια και καφέ είναι όλα εκει έτοιμα να σε σερβίρουν από γεύματα με πολίτικη κουζίνα και μπαγκλαβά και κατεϊφι μέχρι τούρκικο τσάι και τούρκικο καφε, (ή καλύτερα να πω ελληνικό καφέ ή κυπριακό).
Η Αγιά Σοφιά
Μόνο αφού μπεις μέσα στην Αγιά Σοφιά και δεις πόσο επιβλητικό κτίσμα περίτεχνης αρχιτεκτονικής είναι, μπορείς να αντιληφθείς την μοναδικότητα της. Τελικά αυτή η εκκλησία, που από το Δημοτικό μας κάνουν αναφορές είναι πράγματικα μεγαλειώδης. Kτίστηκε τον 6ο αιωνα μ.Χ. από τον Ιουστινιανό και στην πορεία της Ιστορίας της μετατράπηκε σε καθολική εκκλησία, μουσουλμανικό τέμενος και σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο.
Στην είσοδο της εκκλησίας άκουσα, ένα από τους έλληνες επισκέπτες που ήταν μαζί μου να διαμαρτύρεται σχεδόν φωναχτά. «Την έχουν κάνει τζαμί και τώρα μουσείο! Και σαν να μην εφτάνε αυτό, μας βάζουν να πληρώσουμε για να την δούμε.» Ο ξεναγός, τον πλησίασε και του είπε χαμηλόφωνα, «είναι ένα μουσείο παγκόσμιας κληρονομιάς που κτίστηκε αρχικά ως ορθόδοξη εκκλησία χιλιάδες χρόνια πριν και τώρα πια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σαν ένα κληροδότημα ολόκληρης της ανθρωπότητας.»
Ο επισκέπτης ξαφνιάστηκε που ένας Έλληνα και δη ξεναγός συμφωνούσε με την κατάληξη που είχε η Αγιά Σοφιά, και επέμεινε: «Είναι αλήθεια ότι τώρα πια, είναι παγκόσμιας κληρονομιάς αλλά ήταν ανάγκη να την κάνουν και τζαμί;»
«Τα κτίρια και οι χώροι» συνέχισε ο ξεναγός «ακολουθούν την ιστορία των αφεντάδων τους, έγινε τζαμί γιατί αλλάξαν οι αφέντες του, και αν θεωρείς ότι έτσι δεν την σεβάστηκαν με το να την μετατρέψουν σε τζαμί, μήπως εμείς δεν κάναμε το ίδιο στον Παρθενώνα. Δεν τον μετατρέψαμε από αρχαιοελληνικό ναό, σε ορθόδοξη εκκλησία ώσπου να γίνει σήμερα μουσείο-αξιοθεάτο». Αυτή η παρατήρηση του ξεναγού προκάλεσε αντιδράσεις. Ένας από δίπλα μου διαμαρτυρήθηκε ότι η περίπτωση του Παρθενώνα είναι τελείως διαφορετική. Ενας άλλος από πίσω φώναξε ότι τουλάχιστον εμείς σεβαστήκαμε τον Παρθενώνα αρχιτεκτονικά, χωρίς να βάζουμε μιναρέδες τριγύρω. Εγώ έκανα ένα βήμα μπροστά και απομακρύνθηκα. Η εμπειρία μου λέει ότι σε μια συζήτηση άμα οι συνομιλητές γίνονται πάνω από τρεις δεν κάνουν πλέον διάλογο, αλλά μιλάνε για να ακουστούν.
Προχώρησα στο εσωτερικό της άλλοτε εκκλησίας, έφτασα στο κεντρικό τμήμα της και εκεί παρατηρώντας τον τεράστιο θόλο, ένα αίσθημα δέους με είχε συνεπάρει. Σίγουρα αυτή η εκκλησία είναι κληροδότημα ολόκληρης της ανθρωπότητας αφού η ομορφιά της και το μεγαλείο της είναι ένα ανθρώπινο θαύμα.
Βόσπορος και Πριγκιπονήσια
Όσο ήμασταν στην Τουρκία, μας είχαν συμβουλέψει να μην λέμε από που είμαστε και αν πάλι έπρεπε να δηλώσουμε την καταγωγή μας, καλύτερα να λέγαμε ότι είμαστε από Ελλάδα, και όχι από Κύπρο, γιατί η Τουρκία και η Κωσταντινούπολη όσο και αν εξευρωπαΪστηκαν τα τελευταία χρόνια, ακόμα έχουν κάποια κεμαλικά στοιχεία, που θυμίζουν άλλες εποχές μεγάλων ιδεών και φανατισμού• έτσι καλά είναι, να είσαι προσεκτικός.
Αυτό και κάναμε όλο το ταξίδι . Όταν όμως πηγαίναμε στα Πριγκιπονήσια, (ένα σύμπλεγμα νησιών στο Βόσπορο τα οποία θεωρούνται προάστια της Πόλης), ένας Τούρκος που καθόταν δίπλα μας στο κατάστρωμα μας ρώτησε από που είμαστε. «Από Ελλάδα» είπε ο φίλος μου, αλλά εγώ δεν ξέρω τι με έπιασε και δήλωσα ότι κατ’ακρίβεια είμαι από Κύπρο.Όλοι μέσα στο πλοίο στο άκουσμα του «Κύπρος» γύρισαν προς το μέρος μου. Αμέσως μετάνοιωσα γι’αυτό που είπα. «Από την νότια κύπρο, φαντάζομαι;» πρόσθεσε ο Τούρκος μεγαλόφωνα. «Ναι» απάντησα, με ύφος καλοπροαίρετο αλλά αυστηρό που δεν θελει να δώσει συνέχεια, μα προπαντώς δεν θέλει μπελάδες. Ο συνομιλητής μου όμως συνέχισε: «Αν δεν ξεχωρίζαμε ανθρώπους από τα κράτη που κατοικούν και τα έθνη που ανήκουν πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα.» Ξαφνιάστηκα στο ακουσμα αυτών που έλεγε, ανασηκώθηκα και τον κοίταξα στα μάτια, και αυτός συνέχισε: «Τι έχω να χωρίσω εγώ από εσένα αν ο προπάππους σου σκότωσε το προπάππου μου. Ο φανατισμός σκοτώνει εσωτερικά πρώτα αυτόν που τον έχει και μετά όσους τον περιβάλλουν».
Όλοι στο πλοίο έμειναν να βλέπουν τον κύριο δίπλα μου, που μιλούσε, λες και έκανε διάλεξη για την Ελληνοτουρκική φιλία. Αργότερα μας είπε ότι είναι καθηγητής Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Κωσταντινούπολης. Τι ακριβώς δίδασκε δεν κατάλαβα, αλλά μου αρκούσε που αυτός ο άνθρωπος και οι απόψεις του ήταν αρκετές για να μην με πετάξει κανένας Τουρκαλάς στη θάλασσα, επειδή ήμουν ένας Κύπριος που δήλωσε την καταγωγή του στα ανοιχτά του Βοσπόρου.
Τελικά, οι αληθινά μορφωμένοι άνθρωποι είναι ίδιοι σε όποιο έθνος και αν ανήκουν. Είναι έτοιμοι να δεχτούν τον άλλο, πρώτα σαν ένα άνθρωπο όπως αυτούς και μετά σαν ένα Έλληνα, Τούρκο, Γερμανό ή Γάλλο.