Στο σπίτι του Μάνατζερ
Αν ο Μιγκ Τζάκερ είχε ρετιρέ στο κέντρο των Βρυξελλών θα ήταν σαν αυτό του Όλιβερ του Μάνατζερ.Ένα χλιδάτο ρετιρέ που από το τεράστιο σαλόνι έβλεπες ένα μεγάλο μέρος των Βρυξελλών και στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις το Ατόμιουμ, αυτό το φουτουριστικό σύμβολο της πόλης.
"Καθίστε" τους είπε ο μάνατζερ δείχνοντας τους δύο άσπρους καναπέδες. Ο ίδιος πήγε στο μπάρ στην άκρη του σαλονιού εκεί οπου βρίσκονταν τα ποτά.
Ο Γιάννης κάθισε στον ένα καναπέ και ο Ορέστης στον άλλο και μαζί τους, οι δύο μαύρες καλλονές, μια για τον καθένα, βγαλμένες και οι δύο από την πιο τρελή τους φαντασίωση. Η Σούζι και η Τζόρτζια, δύο γυναίκες μυγάδες από την Τζαμάικα, όμορφες και σέξι και το πιο συγκλονιστικό έτοιμες να κάνουν άγριο σεξ μαζί τους, αλλά και με τον μαύρο μάνατζερ. Πάντα υπάρχει κάτι που μας χαλάει τις φαντασιώσεις μας, σ'αυτή την περίπτωση φαίνεται πως ήταν ο μάνατζερ, αλλά σίγουρα ήταν πολύ καλύτερος από ένα ξυπνητήρι που σε ξυπνάει στο αποκορύφωμα ενός καλού ονείρου. "Αγκάθι ο Μαύρος" είπε στα ελληνικά ο Ορέστης στον Γιάννη, για να μην γίνει κατανοητός από τους αλλοδαπούς φίλους τους. Ο Γιάννης όμως δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον του, παρα μόνο κοίταζε σαν αποχαυνωμένος την Τζόρτζια που κάτι προσπαθούσε να του πει σε σπαστά αγγλικά. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι ήθελε να του πει όρμηξε πάνω της και άρχισε να την φυλάει λίγο πιο πάνω από το στήθος κοντά στον λαιμό.
Η Σούζι μιμούμενη τον Γιάννη ξεκίνησε να χαιδεύει τον Ορέστη ενώ ο μάνατζερ επέστρεψε με ένα μπουκάλι τεκίλα και ένα ξύλινο σκαλιστό κουτί. Γέμισε πέντε σφηνάκια τεκίλα και τα προσέφερε σε όλους.
"Στην γνωριμία μας" είπε σηκώνοντας το σφηνάκι του.
Τον μιμήθηκαν όλοι και ήπιαν το σφηνάκι εκτός από τον Ορέστη που ορκίστηκε να μην ξαναπιεί τεκίλα μετά από την μίνι αμνησία που του προκάλεσε εκείνη η νύχτα με τεράστια κενά μνήμης που την ξεκίνησε με τεκίλα. Η Σούζι αφού ήπιε το σφηνάκι της άρχισε να φιλάει τον Ορέστη με πάθος ενώ με τα χέρια της προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το πουκάμισο, αυτός ανταποκρίθηκε χαϊδεύοντας το στήθος της.
Άρχισε τότε η Σούζι να του δίνει ένα τόσο ρουφηχτό φιλί που λες και του έπαιρνε λίγο από την ζωή του. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα μάχης για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Ορέστης κατάφερε να της ξεφύγει και να κοιτάξει προς τους υπόλοιπους της παρέας. Είδε τότε τον μάνατζερ να σχηματίζει πάνω στο τραπεζάκι μεταξύ των δύο καναπέδων, πέντε γραμμές από άσπρη σκόνη που έβγαλε από το ξύλινο σκαλιστό κουτί.
Με το που σχημάτισε τις γραμμές ο μάνατζερ έκανε νόημα στην Τζόρτζια δίνοντας της ένα τυλιγμένο εκατοστάευρω. Αυτή αμέσως πήρε το εκατοστάευρω και σνίφαρε μια από τις γραμμές. Σηκώνοντας το κεφάλι όλο ζωντάνια η Τζόρτζια τράβηξε τον Γιάννη να πλησιάσει το τραπέζι όπου βρίσκονταν πάνω οι γραμμές.Ο Γιαννάκης μη βλέποντας μπροστά του από την τύφλα του, πήρε το τυλιγμένο εκατοστάευρω και έκανε και αυτός μία γραμμή.
Έτσι έγινε και με τους υπόλοιπους της παρέας, το εκατοστάευρω συνέχισε τον κύκλο του μέχρι που έφτασε πάλι στο μάνατζερ ο οποίος όμως χάιδευε τώρα με πολύ οικειότητα τον Γιάννη στο σβέρκο και έγνεφε και στον Ορέστη να πλησιάσει.
Ο Ορέστης βλέποντας τις προθέσεις του μάνατζερ, αρνήθηκε με ένα αυστηρό σχεδόν εχθρικό ύφος και άρχισε πάλι να φιλάει την Σούζι γυρίζοντας την πλάτη στους υπόλοιπους που βρίσκονταν στον καναπέ απέναντι του. Σαν τον σκύλο που ορίζει την περιοχή του με το να κατουράει κάθε γωνιά του χώρου που θεωρεί δικό του, έτσι και ο Ορέστης έκανε με τον καναπέ που καθόταν αυτός και η Σούζι. Είχε αφήσει το μπουφάν του, το κασκόλ του και κάτι διαφημιστικά που πήρε από το μαγαζί κατα μήκος του δικού του άσπρου καναπέ. Ξεκάθαρο πλέον γι' αυτόν ότι κανείς δεν θα αποπειραθεί να διασχίσει τα δύο μέτρα που χώριζαν τους δύο καναπέδες και να περάσει στην δική του περιοχή.
Στον απέναντι καναπέ έμεινε ο μάνατζερ με τον Γιάννη και την Σούζι.
Οι δύο τελευταίοι χαμουρεύονταν σχεδόν ημίγυμνοι και ο μάνατζερ τους έβλεπε με ένα ηδονοβλεπτικό ύφος μέχρι που η Σούζι άνοιξε το φερμουάρ του Γιάννη και ξεκίνησε να του κάνει στοματικό και ξαφνικά με μια απίστευτη φυσικότητα παραμέρισε και έδωσε την θέση της στον Όλιβερ τον Μάνατζερ.
Ο Γιάννης ζαλισμένος από την ηδονή είχε κλειστά τα μάτια του και απολάμβανε το στοματικό έρωτα. Με το που τ' άνοιξε όμως και είδε τον Όλιβερ τον υποτειθέμενο μάνατζερ να βρίσκεται στην θέση της Τζιόρτζιας, έβαλε τις φωνές, τραβήχτηκε προς τα πίσω και έσπρωξε τον μάνατζερ. Ο μαύρος μάνατζερ όμως σαν παιδί που του παίρνουν το γλειφιτζούρι από το στόμα, δεν έλεγε να το βάλει κάτω και άρπαξε το γεννητικό γλειφιτζούρι του Γιάννη και με τα δύο χέρια.
Τότε πετάχτηκε ο Ορέστης από την "κατουρημένη" του περιοχή, άρπαξε την μπουκάλα τεκίλα από το τραπεζάκι μεταξύ των δύο καναπέδων και την φόρεσε στο κεφάλι του Όλιβερ.
(συνεχίζεται)
Αν ο Μιγκ Τζάκερ είχε ρετιρέ στο κέντρο των Βρυξελλών θα ήταν σαν αυτό του Όλιβερ του Μάνατζερ.Ένα χλιδάτο ρετιρέ που από το τεράστιο σαλόνι έβλεπες ένα μεγάλο μέρος των Βρυξελλών και στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις το Ατόμιουμ, αυτό το φουτουριστικό σύμβολο της πόλης.
"Καθίστε" τους είπε ο μάνατζερ δείχνοντας τους δύο άσπρους καναπέδες. Ο ίδιος πήγε στο μπάρ στην άκρη του σαλονιού εκεί οπου βρίσκονταν τα ποτά.
Ο Γιάννης κάθισε στον ένα καναπέ και ο Ορέστης στον άλλο και μαζί τους, οι δύο μαύρες καλλονές, μια για τον καθένα, βγαλμένες και οι δύο από την πιο τρελή τους φαντασίωση. Η Σούζι και η Τζόρτζια, δύο γυναίκες μυγάδες από την Τζαμάικα, όμορφες και σέξι και το πιο συγκλονιστικό έτοιμες να κάνουν άγριο σεξ μαζί τους, αλλά και με τον μαύρο μάνατζερ. Πάντα υπάρχει κάτι που μας χαλάει τις φαντασιώσεις μας, σ'αυτή την περίπτωση φαίνεται πως ήταν ο μάνατζερ, αλλά σίγουρα ήταν πολύ καλύτερος από ένα ξυπνητήρι που σε ξυπνάει στο αποκορύφωμα ενός καλού ονείρου. "Αγκάθι ο Μαύρος" είπε στα ελληνικά ο Ορέστης στον Γιάννη, για να μην γίνει κατανοητός από τους αλλοδαπούς φίλους τους. Ο Γιάννης όμως δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον του, παρα μόνο κοίταζε σαν αποχαυνωμένος την Τζόρτζια που κάτι προσπαθούσε να του πει σε σπαστά αγγλικά. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι ήθελε να του πει όρμηξε πάνω της και άρχισε να την φυλάει λίγο πιο πάνω από το στήθος κοντά στον λαιμό.
Η Σούζι μιμούμενη τον Γιάννη ξεκίνησε να χαιδεύει τον Ορέστη ενώ ο μάνατζερ επέστρεψε με ένα μπουκάλι τεκίλα και ένα ξύλινο σκαλιστό κουτί. Γέμισε πέντε σφηνάκια τεκίλα και τα προσέφερε σε όλους.
"Στην γνωριμία μας" είπε σηκώνοντας το σφηνάκι του.
Τον μιμήθηκαν όλοι και ήπιαν το σφηνάκι εκτός από τον Ορέστη που ορκίστηκε να μην ξαναπιεί τεκίλα μετά από την μίνι αμνησία που του προκάλεσε εκείνη η νύχτα με τεράστια κενά μνήμης που την ξεκίνησε με τεκίλα. Η Σούζι αφού ήπιε το σφηνάκι της άρχισε να φιλάει τον Ορέστη με πάθος ενώ με τα χέρια της προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το πουκάμισο, αυτός ανταποκρίθηκε χαϊδεύοντας το στήθος της.
Άρχισε τότε η Σούζι να του δίνει ένα τόσο ρουφηχτό φιλί που λες και του έπαιρνε λίγο από την ζωή του. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα μάχης για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Ορέστης κατάφερε να της ξεφύγει και να κοιτάξει προς τους υπόλοιπους της παρέας. Είδε τότε τον μάνατζερ να σχηματίζει πάνω στο τραπεζάκι μεταξύ των δύο καναπέδων, πέντε γραμμές από άσπρη σκόνη που έβγαλε από το ξύλινο σκαλιστό κουτί.
Με το που σχημάτισε τις γραμμές ο μάνατζερ έκανε νόημα στην Τζόρτζια δίνοντας της ένα τυλιγμένο εκατοστάευρω. Αυτή αμέσως πήρε το εκατοστάευρω και σνίφαρε μια από τις γραμμές. Σηκώνοντας το κεφάλι όλο ζωντάνια η Τζόρτζια τράβηξε τον Γιάννη να πλησιάσει το τραπέζι όπου βρίσκονταν πάνω οι γραμμές.Ο Γιαννάκης μη βλέποντας μπροστά του από την τύφλα του, πήρε το τυλιγμένο εκατοστάευρω και έκανε και αυτός μία γραμμή.
Έτσι έγινε και με τους υπόλοιπους της παρέας, το εκατοστάευρω συνέχισε τον κύκλο του μέχρι που έφτασε πάλι στο μάνατζερ ο οποίος όμως χάιδευε τώρα με πολύ οικειότητα τον Γιάννη στο σβέρκο και έγνεφε και στον Ορέστη να πλησιάσει.
Ο Ορέστης βλέποντας τις προθέσεις του μάνατζερ, αρνήθηκε με ένα αυστηρό σχεδόν εχθρικό ύφος και άρχισε πάλι να φιλάει την Σούζι γυρίζοντας την πλάτη στους υπόλοιπους που βρίσκονταν στον καναπέ απέναντι του. Σαν τον σκύλο που ορίζει την περιοχή του με το να κατουράει κάθε γωνιά του χώρου που θεωρεί δικό του, έτσι και ο Ορέστης έκανε με τον καναπέ που καθόταν αυτός και η Σούζι. Είχε αφήσει το μπουφάν του, το κασκόλ του και κάτι διαφημιστικά που πήρε από το μαγαζί κατα μήκος του δικού του άσπρου καναπέ. Ξεκάθαρο πλέον γι' αυτόν ότι κανείς δεν θα αποπειραθεί να διασχίσει τα δύο μέτρα που χώριζαν τους δύο καναπέδες και να περάσει στην δική του περιοχή.
Στον απέναντι καναπέ έμεινε ο μάνατζερ με τον Γιάννη και την Σούζι.
Οι δύο τελευταίοι χαμουρεύονταν σχεδόν ημίγυμνοι και ο μάνατζερ τους έβλεπε με ένα ηδονοβλεπτικό ύφος μέχρι που η Σούζι άνοιξε το φερμουάρ του Γιάννη και ξεκίνησε να του κάνει στοματικό και ξαφνικά με μια απίστευτη φυσικότητα παραμέρισε και έδωσε την θέση της στον Όλιβερ τον Μάνατζερ.
Ο Γιάννης ζαλισμένος από την ηδονή είχε κλειστά τα μάτια του και απολάμβανε το στοματικό έρωτα. Με το που τ' άνοιξε όμως και είδε τον Όλιβερ τον υποτειθέμενο μάνατζερ να βρίσκεται στην θέση της Τζιόρτζιας, έβαλε τις φωνές, τραβήχτηκε προς τα πίσω και έσπρωξε τον μάνατζερ. Ο μαύρος μάνατζερ όμως σαν παιδί που του παίρνουν το γλειφιτζούρι από το στόμα, δεν έλεγε να το βάλει κάτω και άρπαξε το γεννητικό γλειφιτζούρι του Γιάννη και με τα δύο χέρια.
Τότε πετάχτηκε ο Ορέστης από την "κατουρημένη" του περιοχή, άρπαξε την μπουκάλα τεκίλα από το τραπεζάκι μεταξύ των δύο καναπέδων και την φόρεσε στο κεφάλι του Όλιβερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου